Πέμπτη 30 Ιουλίου 2015
Τετάρτη 22 Ιουλίου 2015
Γυναικοκτονία.
ph. Alfred Cheney Johnston |
Είμαι η αισθητική ιδέα που σέρνει
η ασώματος ποιητική κεφαλή
για
για
το μουνί.
Ένα μουνί τηλεκατευθυνόμενο,
από μουσκεμένο μετάξι.
Προορισμένο να γεμίζει το χάρτινο κατσαρόλι του.
Γίνομαι η αναπαραγωγή μου.
Εκατομμύρια πράξεων, εκκρίσεων,
ήχων, φωνών , λέξεων
οσμών, μυστηρίων,
εξαφανίζονται μέσα σε μια σιωπηλή , ατελείωτη άβυσσο.
Γράφομαι.
Χύνομαι.
Χύνομαι.
Λατρεύομαι.
Ανασκολοπίζομαι.
Απαγγέλλομαι.
Πωλούμαι.
Αντιγράφομαι.
Γαμιέμαι.
Ακρωτηριάζομαι.
Αποθεώνομαι.
Κανιβαλίζομαι.
Χορογραφούμαι.
Βιάζομαι.
Μισιέμαι.
Αγαπιέμαι
Γυναικοκτονούμαι.Παρασκευή 17 Ιουλίου 2015
Πέμπτη 9 Ιουλίου 2015
Μια καινούρια μέρα.
Ας κάνουμε πως τίποτα δεν έγινε,
κι αυτό που είδες δεν συνέβη.
κι αυτό που είδες δεν συνέβη.
Τα πεζοδρομία υπομένουν στωικά,
τον καυτό ήλιο και τ' ανελέητα τακουνιά.
Τ αυτοκίνητα σταματάνε και ξεκινάν,
φρενάρουν και μαρσάρουν.
τον καυτό ήλιο και τ' ανελέητα τακουνιά.
Τ αυτοκίνητα σταματάνε και ξεκινάν,
φρενάρουν και μαρσάρουν.
Κρύβουν τους οδηγούς και χλευάζουν τους πεζούς.
Τα παιδιά ακόμα δεν παίζουνε στους δρόμους.
Τα παιδιά δεν ανακάλυψαν πότε τους δρόμους.
Σακούλες μακραίνουνε τα χέρια.
Το βάρος απ' το καρπούζι είναι η υπόσχεση της ανακούφισης στο σπίτι.
Μια μπουγάδα αλαζονική στάζει σε κεφάλια.
Μια άλλη ξεχασμένη, ξεραίνεται και ξεθωριάζει στο σύρμα.
Μια άσχημη και μπερδεμένη χαλάει την αισθητική.
Ας κάνουμε πως τίποτα δεν έγινε.
Και τώρα ψάρια τηγανίζονται σε ένα τηγάνι,
Ας κάνουμε πως τίποτα δεν έγινε.
Και τώρα ψάρια τηγανίζονται σε ένα τηγάνι,
πατάτες σ ένα άλλο.
Στα πιο νοσταλγικά κεφτέδες , πιπεριές και μελιτζάνες.
Το νερό κρυώνει στο ψυγείο.
Ο ύπνος είναι βαρύς το μεσημέρι.
Κορμιά ιδρώνουν σε σεντόνια ριγμένα σε καναπέδες για δροσιά.
Νανουρισμένα απ' ανεμιστήρες που ψιθυρίζουν κι ανακατεύουν υγρό αέρα.
Κι ο ύπνος να κόβεται απ' αυτόν που ποτέ δεν πίστεψε, πως 6 η ώρα το καλοκαίρι,
Κι ο ύπνος να κόβεται απ' αυτόν που ποτέ δεν πίστεψε, πως 6 η ώρα το καλοκαίρι,
είναι μεσημέρι, και τηλεφωνεί χωρίς αιτία ή πατάει το κουδούνι μανιωδώς.
Ούτε ο καφές δεν σε συνεφέρνει τώρα.
Θα σέρνεσαι βαριεστημένα μέχρι να ξανακοιμηθείς.
Ψύξεις , καταρροές, πονοκεφάλους και γκρίνια δροσίζουν τα κλιματιστικά.
Θα σέρνεσαι βαριεστημένα μέχρι να ξανακοιμηθείς.
Ψύξεις , καταρροές, πονοκεφάλους και γκρίνια δροσίζουν τα κλιματιστικά.
Το βράδυ ακούγονται οι τηλεοράσεις.
Κάποιοι τους μιλάνε, άλλοι τις μαλώνουν.
Πιάτα που στρώνονται στο τραπέζι
πριν στοιβαχτούν στο νεροχύτη.
Κι ο ήχος από το πιρούνι,
που πέφτει άτσαλα σε ένα ποτήρι,
Κι ο ήχος από το πιρούνι,
που πέφτει άτσαλα σε ένα ποτήρι,
σε κάνει να νιώθεις ασφαλής για κλάσματα του δευτερόλεπτου,
γιατί τον θυμάσαι από παιδί,
τότε που το καλοκαίρι ήταν δροσερό κι ατελείωτο
τότε που το καλοκαίρι ήταν δροσερό κι ατελείωτο
και δεν είχες σχολείο.
Μα τώρα δεν είσαι παιδί και δεν πας πια σχολείο.
Τώρα έχεις δει αυτά που προσποιείσαι πως δεν έγιναν κι η προσποίηση
δεν βάφεται σκοτάδι να τα ρουφήξει όλα, και να ξεχαστούν.
Τα όλα συνεχίζουν πιο φωτεινά, πιο αιχμηρά να περπατάν το δέρμα σου,
να σου γεμίζουν το σπίτι,
να σου πετρώνουν το στομάχι,
να σου πετρώνουν το στομάχι,
να σου παγώνουν τα δάχτυλα.
Ας κάνουμε πως τίποτα δεν έγινε
κι αυτό που είδες δεν συνέβη
Ας κάνουμε πως τίποτα δεν έγινε
κι αυτό που είδες δεν συνέβη
Το στόμα συνεχίζει να μιλάει
να ρωτάει, να συμφωνεί , να αδιαφορεί και ν' αποφεύγει.
να ρωτάει, να συμφωνεί , να αδιαφορεί και ν' αποφεύγει.
"ευχαριστώ"
"θα το φέρω αύριο"
"που είναι ο φορτιστής;"
"το έβαλες το ξυπνητήρι;"
"το ξέρω"
"σ' ακούω".
"θα το φέρω αύριο"
"που είναι ο φορτιστής;"
"το έβαλες το ξυπνητήρι;"
"το ξέρω"
"σ' ακούω".
Βενζίνες γεμίζουνε ρεζερβουάρ
Φώτα ανοίγουν και κλείνουν.
Κάποιος γελάει, κάποιοι άλλοι γαμιούνται.
Αναλγητικά μουδιάζουν τα συμπτώματα.
Η γρία ποτίζει μ' ένα λάστιχο τον δρόμο να δροσίσει.
Γεμίζει ταπεράκια με νερό στην γωνία για τα αδέσποτα.
Άλλοι μαλώνουν άλλοι κλαίνε.
Τσιγάρα σβήνονται , τασάκια αδειάζουν.
Η μέρα τελειώνει αργά.
Θα ήθελες πιο γρήγορα.
Τίποτα δεν έρχεται πια βολικά, και δεν μπορείς να κρυφτείς στο κρεβάτι σου,
Τίποτα δεν έρχεται πια βολικά, και δεν μπορείς να κρυφτείς στο κρεβάτι σου,
να κοιμάσαι για μέρες.
Η σκουπιδιάρα αδειάζει τους κάδους κι αντιλαμβάνεσαι ότι δεν νύσταξες ακόμα
Σε τρεις ώρες θα πρέπει να σηκωθείς...
σε δυόμιση...σε μια...
Να θυμηθείς να κατεβάσεις τα σκουπίδια φεύγοντας γιατί τα ξέχασες το βράδυ.
και θα μυρίζουν τώρα με την ζεστή.
Να θυμηθείς να χάσεις τον τρόπο να βλέπεις περισσότερα απ' αυτά που κοιτάς.
Και μεις θα κάνουμε πως τίποτα δεν έγινε,
κι αυτό που είδες δεν συνέβη.
Θα το κηδεψει η καινούρια μέρα.
Χωρίς φωνές.
Χωρίς παράπονο.
Χωρίς να στο χρεώσει.
Τετάρτη 8 Ιουλίου 2015
Αναστενάρηδες.
Ανειδίκευτοι αναστενάρηδες
σ' άσφαλτο υγρή.
Αχνίζουν τα πέλματα.
Γυαλίζουν τα μάτια.
Χαράκωσαν τα χέρια τους.
Αρνούνται να ομορφύνουν κήπους.
Έσφαξαν τον λυπημένο χρόνο.
Γέμισαν τα ποτήρια.
Σε ποια υγειά θα πιουν απόψε;;
ποιο στάρι και ποιο αίμα;;
σσσσ...
πάρε ανάσα...
Κλείσε τα μάτια.
Ο κόσμος που κοιμάται
δεν ονειρεύεται για μας.
Παρασκευή 3 Ιουλίου 2015
Το παιδί
Το παιδί
απρόσεχτα στοίβαζε μέρες
στον πάτο του καλοκαιριού.
Φύτευε αφορμές,
φούντωνε φωτιές
μπάζωνε λιβάδια
κατουρούσε λίμνες
που λάσπιαζαν στο χθες.
Ο άντρας το κοιτούσε χαμογελαστός.
-Είναι κρίμα να είσαι τόσο νέος κι άρρωστος.
Το παιδί έσφιγγε τις γροθιές και γρύλιζε.
-Ψάξε , βρες αυτόν που θα κρύψει το
απόστημα σου. Εσύ θα τον κάνεις Θεό.
Κι εγώ θα τον δικάσω.
Μαλαματένια λόγια απ' το μαντήλι
τα πήραν και τα κάψαν στο χαρτί
Το παιδί μάζεψε τις στάχτες
χωρίς να τραγουδήσει.
Χλεύασε
αυτά που έχουν ειπωθεί.
Απρόσεχτα στοίβαζε τις μέρες
στον πάτο του καλοκαιριού.
Θύμωνε τις σφήκες,
κατηχούσε τα σκυλιά,
άλεθε γυαλιά,
λαχταρούσε τους χειμώνες
στις ακρογιαλιές.
Μαλαματένια λόγια απ' το μαντήλι
τα πήραν και τα κάψαν στο χαρτί
Το παιδί μάζεψε τις στάχτες
χωρίς να τραγουδήσει.
Χλεύασε
αυτά που έχουν ειπωθεί.
Απρόσεχτα στοίβαζε τις μέρες
στον πάτο του καλοκαιριού.
Θύμωνε τις σφήκες,
κατηχούσε τα σκυλιά,
άλεθε γυαλιά,
λαχταρούσε τους χειμώνες
στις ακρογιαλιές.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)