Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2019

Η Τρίτη είναι η καλύτερη μέρα για σούπες










Ω αγαπημένη  καιρό είχα να σας δω!
Αυτή είναι μια ξεχωριστή μέρα για σας!
Ελάτε, ελάτε
Ω πέσατε κάπως άτσαλα!
Αφήστε, θα σας τοποθετήσω εγώ!
Ξέρετε μου έλειψε η τρυφερή σας καλήμερα.
Μπορεί να μην την απευθύνατε σε μένα αλλά πάντα έφτανε στα αυτιά μου. 
Μου έλειψε το χαμόγελο  σας κι αυτή
η αμήχανη  κίνηση  σας, να βάζετε  τα μαλλιά σας
πίσω απ' το αυτί.
Μου έλειψε η γαργαλιστική σας μυρωδιά
που στριμώχνει αυτή την ανεπαίσθητη σας λύπη
μέσα σε ένα παρτέρι φρεσκοκομμένου γκαζόν
πασπαλισμένο με την ασφαλή θαλπωρή μιας κατσαρόλας που
που σιγοβράζει  κρεατόσουπα.
Ω μην τρομάζετε!
Η Τρίτη είναι η καλύτερη μέρα για σούπες ξέρετε.
Η Μητέρα μου το έλεγε πάντα αυτό, 
Το πίστευε πραγματικά  και το εφάρμοζε ανελλιπώς.
Σας παρακαλώ, προσπαθήστε να κρατήσετε την ψυχραιμία σας .
Η Μητέρα μου τιμούσε τις μέρες τις δημιουργίας,
Φρόντιζε πάντα να μας δένει σφικτά σ αυτές
Δεν έδινε ποτέ σημασία στις αντιδράσεις και τα κλάματα μας
Τραβούσε  στενές λωρίδες από το δέρμα μας και μας έδενε
πάνω στην μονή αλήθεια που άφηνε τα μάτια της να δουν.
Ένα κρεάτινο γαϊτανάκι, όλα τα παιδιά της, ταγμένο να γυρνάει
γύρο από τον δείκτη της και περιμένοντας  μ ανυπομονησία
να μας δείξει, να μας επιλέξει για να δεχτούμε τις ευλογίες της.
Μην κουνιέστε παρακαλώ
δεν χρειάζεται να γίνει επίπονο για σας.
Αγαπούσε της μέρες της δημιουργίας η Μητέρα
Αγαπούσε ιδιαίτερα την τρίτη, 
όταν ο Θεός τράβηξε τα νερά από τη γη και φανέρωσε τις ακτές.
 Γι αυτό κι Αυτή τον τιμούσε γεμίζοντας τις κατσαρόλες της με σούπες.
Κρατούσε το υγρό στοιχείο περιορισμένο. 
Το σέρβιρε σε βαθειά  στρογγυλά πιάτα,
καυτό, εξαντλημένο από το βρασμό, προορισμένο
να γεμίζει φουσκάλες τα στόματα μας και να σβήνει κάθε αμφιβολία από το μυαλό μας.
Η αλήθεια είναι πως μπορεί να μην αντλούσαμε ηδονή από την κατάποση
μα δεν πεινάσαμε πότε, ούτε  ποθήσαμε  λέξεις με άλλη  γεύση ή θερμοκρασία.
Αγαπούσε την τρίτη μέρα γιατί στέγνωσαν τα χώματα,
 σκλήρυναν και μπορούσαν να αντέξουν τα δυο της πόδια 
κι όλη την ευθύνη που κουβαλούσαν πάνω τους.
Είδατε τι μ αναγκάσατε να κάνω;
ορίστε λεκιάσατε  το ωραίο σας πουκάμισο!
Η Μητέρα απεχθανόταν την βια.
Δεν μας χτυπούσε ποτέ.
Μας κινούσε μέσα στο χάος μ ένα απλό πλατάγισμα της γλωσσάς.
Την νύχτα μας προσέφερε την τρυφερότητα που απαγόρευε το φως
Άνοιγε τα πόδια της και γλιστρούσαμε ένας ένας μέσα της.
Εκεί που μας πρωτοσκέφτηκε ο Θεός
Εκεί που Αυτή μας αγάπησε και ορκίστηκε να μας σώσει.
Τα παιδιά της, τα αγαπημένα της παιδιά.
Τους γιους της. 
Οι αδερφές μου δεν έμεναν ποτέ για καιρό μαζί μας.
Όχι  δεν είναι ότι η αγάπη της Μητέρας ήταν λιγότερη γι αυτές
μην κάνετε τέτοιες υποθέσεις,
απλά ο Θεός δεν είχε φανερώσει ακόμα ένα προορισμό που να μπορέσουν να βαδίσουν.
Η Μητέρα δεν άντεχε να τις απογοητεύει με την σιωπή της
αυτές τις καταδικασμένες σε μόνιμη αναμονή.
Έτσι τις σκόρπιζε στον κήπο κι αυτός άνθιζε και μοσχομύριζε,
 όλοι κοντοστεκόταν και τον χάζευαν
κι η Μητέρα ήταν τόσο περήφανη και χαρούμενη
ψηλή, τεράστια κι η αγάπη  ξεχείλιζε από τους πόρους της
 ματωμένος ιδρώτας
αγνός και πρωτόγονος. 
Έτσι επέλεξα να την θυμάμαι
Χαμογελαστή μέσα στον καλοταϊσμένο κήπο της.

Τελειώνω, τελειώνω, λεπτομέρειες μείναν.
Να!
Είστε τόσο όμορφη έτσι απλωμένη
ανοιχτή, υγρή και κατακόκκινη.
Μια αψεγάδιαστη αλήθεια.
Μια ρευστή υπόσχεση.
Μια πράξη ασύγκριτης αγάπης,
σε μια εποχή που τα θαύματα έχουν πια τελειώσει,
κι οι κοιλιές μας γουργουρίζουν πεινασμένες.
Σας αγαπώ!
Πραγματικά σας αγαπώ!
Θα σας κρατήσω πάντα μέσα μου!
Παιδί πάλι,
 αγαπημένο, χορτάτο, ασφαλή,
θα αποκοιμηθώ εδώ,
 πάνω σας,
λίγο,
μόνο για λίγο...

Μέχρι ο χρόνος ν αρχίσει πάλι να κινείται.
Μέχρι ο Θεός 
να ξεκινήσει τη μέρα ξανά.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου